- πολύχαρμον
- πολύχαρμοςvery warlikemasc/fem acc sgπολύχαρμοςvery warlikeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολύχαρμον — Πολύχαρμος very warlike masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχαρμος — Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα… … Dictionary of Greek